- άθηλος
- ἄθηλος, -ον, (Α) [θηλή]1. αθήλαστος, αβύζαχτος «οὐδ’ ἐλεῖς τὸ παιδίον ἄθηλον»2. αυτός που μόλις αποκόπηκε από τον θηλασμό3. ως ουσ. ο ευνούχος (Σούδα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄθηλος — unsuckled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθήλως — ἄθηλος unsuckled adverbial ἄθηλος unsuckled masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθηλον — ἄθηλος unsuckled masc/fem acc sg ἄθηλος unsuckled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθηλοι — ἄθηλος unsuckled masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄθηλον — ἄθηλον , ἄθηλος unsuckled masc/fem acc sg ἄθηλον , ἄθηλος unsuckled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλή — (Ανατ.). Επιστημονική ονομασία προεξοχής της επιφάνειας ορισμένων οργάνων του σώματος. Οι πιο γνωστές θ., των οποίων η κοινή ονομασία είναι ρώγες, είναι αυτές των μαστών. Αναφέρονται και πολλές άλλες, όπως οι γευστικές θ. της γλώσσας, στις οποίες … Dictionary of Greek